- μανούβρα
- [манувра] ουσ θ манёвр.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
μανούβρα — η (λ. ιταλ.) 1. ελιγμός πλοίου, τρένου, αυτοκινήτου: Έκανε μια μανούβρα με το αυτοκίνητο για να αποφύγει να χτυπήσει το ζώο που πετάχτηκε μπροστά του. 2. μτφ., πλάγια και αθέμιτη ενέργεια για την πραγματοποίηση κάποιου στόχου: Έγινε διευθυντής με … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μανούβρα — η 1. (τεχνολ. ναυτ. στρατ.) ελιγμός 2. πλάγια και ιδίως αθέμιτη ενέργεια που γίνεται για την επίτευξη ιδιοτελούς σκοπού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. manovra] … Dictionary of Greek
μανουβράρω — [μανούβρα] 1. εκτελώ ελιγμό, κάνω μανούβρα, ελίσσομαι 2. προσπαθώ να πετύχω κάτι με πλάγιες ενέργειες, μηχανεύομαι διάφορα τεχνάσματα … Dictionary of Greek
ελιγμός — ο 1. στριφογύρισμα, μανούβρα: Ελιγμοί φιδιού. 2. ελικοειδής κατεύθυνση, ζιγκ ζαγκ: Ελιγμοί του ποταμού. 3. ελικοειδής κίνηση ή μετασχηματισμός στρατεύματος ή ναυτικών μονάδων για λόγους τακτικής: Με ελιγμούς βρέθηκαν στα πλευρά του εχθρού. 4. μτφ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)